σπερμογόνος

σπερμογόνος
σπερμογόνος
bearing seed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπερμογόνος — α, ο / σπερμογόνος, ον, ΝΜΑ, και σπερματογόνος, α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που παράγει σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. τεκνο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • σπερμογόνον — σπερμογόνος bearing seed masc/fem acc sg σπερμογόνος bearing seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμογόνους — σπερμογόνος bearing seed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμογόνων — σπερμογόνος bearing seed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματογονία — και σπερμογονία, η, Ν [σπερματογόνος / σπερμογόνος] βιολ. η σπερματογένεση …   Dictionary of Greek

  • σπερματογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν βλ. σπερμογόνος …   Dictionary of Greek

  • σπερμογονικός — ή, όν, Μ [σπερμογόνος] κατάλληλος ή ικανός για την παραγωγή σπέρματος …   Dictionary of Greek

  • σπερμογονώ — έω, Α [σπερμογόνος] παράγω σπέρμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”